Με παρακάλεσε εξαιρετικά καλή φίλη να φιλοξενήσω αυτές τις-ο θεός να τις κάνει- «γιορτινές» μέρες τρία παιδιά της. Ανασκουμπώθηκα, επί δέκα μέρες συμμάζευα το σπίτι, τζάμια που τα ξαναπερνούσα κάθε που έβρεχε, σετάριζα σεντόνια, μαξιλαροθήκες και «κουβερλί», κουβαλούσα μπύρες με ή χωρίς ανθρακικό, κρασά, φρούτα, σοκολάτες κάθε μάρκας, έτερα γλυκά, «τί πρωινό να τρώνε?» στην κατάψυξη κρέατα και λαχανικά, τί? Κουράστηκες? Μα, εσύ μόνο που τα άκουσες, χρυσό μου.
Έρχεται η Άγια γι αυτούς μέρα, αλλιώς την ονόμασα τη δική μου, χτυπάει το κουδούνι, βλέπω δύο κεφαλάκια, παιδικού τύπου, στην οθόνη, «κάλαντα?» σκέφτηκα απορημένη, ανοίγω, μπαίνουν τρία παιδάκια, τα εγγόνια της φίλης μου που δεν μου τα είχε αναφέρει, τα τρία παιδιά της και δύο άλλα πρόσωπα άγνωστα που «Μη σε νοιάζει, θα βολευτούμε όπως-όπως, φίλοι μας είναι και δεν βρήκανε δωμάτιο». Είμαι γερή στα εγκεφαλικά εγώ, έχω έναν εγκεφαλοδιώχτη να το πω? πάγωσα μόνιμο το χαμόγελο, ένωσα πολυθρόνα με πολυθρόνα, καναπέδες με καρέκλες κουζίνας, καρέκλες κολλημένες να κοιτάνε τον τοίχο και πάνω τους μαξιλάρια να κοιμίσω δύο μικρά, ένα φουσκωτό θαλάσσης που έτρεχα να βρω να μου κλείσουν δυό του τρύπες, ό,τι μπορούσα πίστεψε με γιατί είμαι και φιλότιμη, πίστεψε το και αυτό.
Βγήκανε σερβίτσια τριών γενεών, ποτήρια άλλα τόσα, τα μικρά ευτυχώς -τα μόνα με φιλότιμο- είχαν φέρει τα δικά τους, κάτι πλαστικά με ένα ρύγχος μπροστά και κάτι ζωγραφιές μπρος-πίσω, τα τηλέφωνα όλων χτυπούσαν την ίδια ώρα, το «Χριστός Ανέστη» ειπώθηκε ισάριθμα με την υπόλοιπη Ελλάδα, στις δύο τουαλέτες πηγαίναμε με χαρτάκι, εγώ είχα πάντα το «9» το γύριζα πότε-πότε και ανάποδα-άμα κατουριόμουνα πολύ- πότε μαγείρευα εγώ, πότε οι άλλοι, βλ. κανένας, ούτε που καταλάβαινα.
Το πρώτο βράδυ από τη θολούρα και την κούραση πήγα εξαντλημένη στο δωμάτιο μου, βρήκα δύο στο κρεβάτι μου, τους είχα ξεχάσει, έψαχνα χώρο να ξαπλώσω το, του λυπημού, κορμί μου, ευτυχώς πώς μου ΄κοψε, θυμήθηκα την αποθήκη. Χρόνια κλειστή, ξεχασμένη σχεδόν, η μισή γειτονιά μας είχε αφήσει αμανάτι παλιά της έπιπλα, χαλασμένα πλυντήρια, ανθοστήλες παλιού τύπου, στο μπόι μου, δύο «πάπιες» αρσενική η μία θηλυκή η άλλη, μπορεί και να είχαν συνάψει σχέση εντωμεταξύ, με πήρε η μπόχα της μούχλας και της υγρασίας, έσπρωξα κάτι σκούρα ξύλινα, άνοιξα χώρο όσο για να χωρέσω, έστρωσα δύο μεγάλες πετσέτες θάλασσας-αυτές μου είχαν μείνει- το μάτι ενός χταποδιού με κοιτούσε αγριεμένο, έκανα πως δεν κατάλαβα και σωριάστηκα πάνω του. Κατάχαμα. Σαν ρομά. Ένα Πάσχα «στρωματσάδα» αλλά χωρίς το στρώμα.
«Στο καλό, στο καλό!» έλεγα στα, με σειρά χαρτακίου, αποχαιρετιστήρια αγκαλιάσματα. «Και του χρόνου πάλι εδώωω!» μου ξέφυγε, αλλά δεν το βλέπω. Του χρόνου λέω να ΄ρθω εγώ σε σένα που τόση ώρα σε διασκέδαζα με χρέωση μηδενική.
ΥΓ. Για μία κατσαρίδα-μόνιμη κάτοικο της αποθήκης- που με περπατούσε όλη νύχτα, στο επόμενο κάνε υπομονή.
by Αγνή Ζησίδου
Commenti